σακχαροποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σακχαροποίηση | οι | σακχαροποιήσεις |
γενική | της | σακχαροποίησης* | των | σακχαροποιήσεων |
αιτιατική | τη | σακχαροποίηση | τις | σακχαροποιήσεις |
κλητική | σακχαροποίηση | σακχαροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σακχαροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σακχαροποίηση < σακχαροποιώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική saccharification[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική saccharification[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίασακχαροποίηση θηλυκό
- (χημεία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σακχαροποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία σακχαροποίηση
Πηγές
επεξεργασία- σακχαροποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σακχαροποίηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 σακχαροποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)