Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαδιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σαδιστικ
ός
η
σαδιστικ
ή
το
σαδιστικ
ό
γενική
του
σαδιστικ
ού
της
σαδιστικ
ής
του
σαδιστικ
ού
αιτιατική
τον
σαδιστικ
ό
τη
σαδιστικ
ή
το
σαδιστικ
ό
κλητική
σαδιστικ
έ
σαδιστικ
ή
σαδιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σαδιστικ
οί
οι
σαδιστικ
ές
τα
σαδιστικ
ά
γενική
των
σαδιστικ
ών
των
σαδιστικ
ών
των
σαδιστικ
ών
αιτιατική
τους
σαδιστικ
ούς
τις
σαδιστικ
ές
τα
σαδιστικ
ά
κλητική
σαδιστικ
οί
σαδιστικ
ές
σαδιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαδιστικός
<
σαδισμός
+
-ιστικός
Επίθετο
επεξεργασία
σαδιστικός, -ή, -ό
σχετικός με το
σαδισμό
· που αποτελεί εκδήλωση σαδισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαδιστικός
αγγλικά
:
sadistic
(en)
γαλλικά
:
sadique
(fr)