σαγούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαγούλι | τα | σαγούλια |
γενική | του | σαγουλιού | των | σαγουλιών |
αιτιατική | το | σαγούλι | τα | σαγούλια |
κλητική | σαγούλι | σαγούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαγούλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şakul < περσική شاقول (shaghool)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαγούλι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαγούλι
|