σέμνωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σέμνωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σέμνωμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασέμνωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σέμνωμα
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- σέμνωμα < ελληνιστική κοινή σέμνωμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασέμνωμα ουδέτερο, κατά κανόνα στον πληθυντικό
- σεμνώματα: οι μεγάλοι ή σπουδαίοι λόγοι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σέμνωμα < αρχαία ελληνική σεμνόω / σεμνῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασέμνωμα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- σέμνωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.