Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σέμνωμα τα σεμνώματα
      γενική του σεμνώματος των σεμνωμάτων
    αιτιατική το σέμνωμα τα σεμνώματα
     κλητική σέμνωμα σεμνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέμνωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σέμνωμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέμνωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέμνωμα < ελληνιστική κοινή σέμνωμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέμνωμα ουδέτερο, κατά κανόνα στον πληθυντικό

  • σεμνώματα: οι μεγάλοι ή σπουδαίοι λόγοι



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέμνωμα < αρχαία ελληνική σεμνόω / σεμνῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέμνωμα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. μεγαλοπρέπεια
  2. αξιοπρέπεια
  3. κόσμημα, στολίδι

  Πηγές επεξεργασία