σάρκωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σάρκωση | οι | σαρκώσεις |
γενική | της | σάρκωσης* | των | σαρκώσεων |
αιτιατική | τη | σάρκωση | τις | σαρκώσεις |
κλητική | σάρκωση | σαρκώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαρκώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σάρκωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σάρκωσις (ιατρικός όρος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsaɾ.ko.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σάρ‐κω‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
σάρκωση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του σαρκώνω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σάρκωση
|