σάρκωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σάρκωσῐς | αἱ | σαρκώσεις | ||||
γενική | τῆς | σαρκώσεως | τῶν | σαρκώσεων | ||||
δοτική | τῇ | σαρκώσει | ταῖς | σαρκώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σάρκωσῐν | τὰς | σαρκώσεις | ||||
κλητική ὦ! | σάρκωσῐ | σαρκώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαρκώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σαρκωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σάρκωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική grc / σαρκῶ + -σις (-ωσις)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: σάρκωση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασάρκωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σάρκωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σάρκωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.