↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρουβίνι τα ρουβίνια
      γενική του ρουβινίου των ρουβινίων
    αιτιατική το ρουβίνι τα ρουβίνια
     κλητική ρουβίνι ρουβίνια
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρουβίνι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ρουβίνιον. → δείτε και τη λέξη ρουμπίνι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾuˈvi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐βί‐νι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρουβίνι ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία