ρουβίνιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ρουβίνιον | τὰ | ρουβίνια | ||||
γενική | τοῦ | ρουβινίου | τῶν | ρουβινίων | ||||
δοτική | τῷ | ρουβινίῳ | τοῖς | ρουβινίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ρουβίνιον | τὰ | ρουβίνια | ||||
κλητική ὦ! | ρουβίνιον | ρουβίνια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρουβίνιον < (λόγιο δάνειο) ιταλική rubin(o) [1] + -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ρουβίνι, λόγιος τύπος του ρουμπίνι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾuˈvi.ni.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐βί‐νι‐ον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρουβίνιον ουδέτερο
- (ορυκτολογία) το ρουμπίνι
- ※ φόρεμα μὲ μακρὰν οὐρὰν ἀπὸ βαρὺ βυσσινόχρουν μεταξωτὸν καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὸ τελευταῖον λείψανον τῆς κειμηλιοθήκης τῆς μητρός της, εἶδος τί ἀρχαϊκοῦ διαδήματος ἀπὸ ῥουβίνια, τῶν ὁποίων αἱ πορφυραὶ φλόγες συνηρμόζοντο θαυμασίως μὲ τὸ κοράκινον χρῶμα τῶν τριχῶν της.
- Εμμανουήλ Ροΐδης, Ψυχολογία Συριανού συζύγου στη Βικιθήκη (1894). (και στο @greek-language.gr)
- ※ φόρεμα μὲ μακρὰν οὐρὰν ἀπὸ βαρὺ βυσσινόχρουν μεταξωτὸν καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὸ τελευταῖον λείψανον τῆς κειμηλιοθήκης τῆς μητρός της, εἶδος τί ἀρχαϊκοῦ διαδήματος ἀπὸ ῥουβίνια, τῶν ὁποίων αἱ πορφυραὶ φλόγες συνηρμόζοντο θαυμασίως μὲ τὸ κοράκινον χρῶμα τῶν τριχῶν της.
Άλλες γραφές
επεξεργασία- ῥουβίνιον
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βλ. ρουμπίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- «ρουβίνι(ον)» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .