rubino
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
rubino | rubini |
Ετυμολογία
επεξεργασία- rubino < (άμεσο δάνειο) λατινική rubinus
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrubino (it) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- rubino - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).