ροδόχρους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ροδόχρους | το | ροδόχρουν | ||
γενική | του/της | ροδόχρου | του | ροδόχρου | ||
αιτιατική | τον/τη | ροδόχρου | το | ροδόχρουν | ||
κλητική | ροδόχρους* | ροδόχρουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ροδόχροες | τα | ροδόχροα | ||
γενική | των | ροδοχρόων | των | ροδοχρόων | ||
αιτιατική | τους/τις | ροδόχροες | τα | ροδόχροα | ||
κλητική | ροδόχροες | ροδόχροα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαροδόχρους, -ους, -ουν
- που έχει το χρώμα του ρόδου (ανοιχτό κόκκινο ή ροζ), ροδόχρωμος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ροδόχρους
|