ρινότμητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρινότμητος < ελληνιστική κοινή ῥινότμητος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾiˈno.tmi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρι‐νό‐τμη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαρινότμητος, -η, -ο
- που έχει κομμένη μύτη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρινότμητος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)