ριγανόλαδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ριγανόλαδο ουδέτερο
- άλλη μορφή του ριγανέλαιο / οριγανέλαιο
- (προφορικό) λάδι με λίγη ρίγανη που ρίχνεται σε μια φέτα τυρί κ.α.
Μεταφράσεις επεξεργασία
λάδι με λίγη ρίγανη που ρίχνεται σε μια φέτα τυρί κ.α.
|