Δείτε επίσης: ριγανόλαδο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ριγανέλαιο τα ριγανέλαια
      γενική του ριγανέλαιου
ριγανελαίου
των ριγανέλαιων
ριγανελαίων
    αιτιατική το ριγανέλαιο τα ριγανέλαια
     κλητική ριγανέλαιο ριγανέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ριγανέλαιο < ρίγανη + -έλαιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ριγανέλαιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ριγανέλαιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)