Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρεφορμιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ρεφορμιστικ
ός
η
ρεφορμιστικ
ή
το
ρεφορμιστικ
ό
γενική
του
ρεφορμιστικ
ού
της
ρεφορμιστικ
ής
του
ρεφορμιστικ
ού
αιτιατική
τον
ρεφορμιστικ
ό
τη
ρεφορμιστικ
ή
το
ρεφορμιστικ
ό
κλητική
ρεφορμιστικ
έ
ρεφορμιστικ
ή
ρεφορμιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ρεφορμιστικ
οί
οι
ρεφορμιστικ
ές
τα
ρεφορμιστικ
ά
γενική
των
ρεφορμιστικ
ών
των
ρεφορμιστικ
ών
των
ρεφορμιστικ
ών
αιτιατική
τους
ρεφορμιστικ
ούς
τις
ρεφορμιστικ
ές
τα
ρεφορμιστικ
ά
κλητική
ρεφορμιστικ
οί
ρεφορμιστικ
ές
ρεφορμιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρεφορμιστικός
<
ρεφορμιστής
Επίθετο
επεξεργασία
ρεφορμιστικός -ή -ό
που είναι σχετικός ή σύμφωνος με τη θεωρία και την πρακτική του
ρεφορμισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρεφορμιστικός
αγγλικά
:
reformist
(en)
γαλλικά
:
réformiste
(fr)