↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεφορμιστής οι ρεφορμιστές
      γενική του ρεφορμιστή των ρεφορμιστών
    αιτιατική τον ρεφορμιστή τους ρεφορμιστές
     κλητική ρεφορμιστή ρεφορμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεφορμιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική réformiste[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρεφορμιστής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία