ρεμβώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρεμβώδης | η | ρεμβώδης | το | ρεμβώδες |
γενική | του | ρεμβώδους | της | ρεμβώδους | του | ρεμβώδους |
αιτιατική | τον | ρεμβώδη | τη | ρεμβώδη | το | ρεμβώδες |
κλητική | ρεμβώδη(ς) | ρεμβώδης | ρεμβώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρεμβώδεις | οι | ρεμβώδεις | τα | ρεμβώδη |
γενική | των | ρεμβωδών | των | ρεμβωδών | των | ρεμβωδών |
αιτιατική | τους | ρεμβώδεις | τις | ρεμβώδεις | τα | ρεμβώδη |
κλητική | ρεμβώδεις | ρεμβώδεις | ρεμβώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρεμβώδης < ελληνιστική κοινή ῥεμβώδης < αρχαία ελληνική ῥέμβη
Επίθετο
επεξεργασίαρεμβώδης, -ης, -ες
- (λόγιο) που ονειροπολεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ρέμβη