↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρεκλαμαρισμένος η ρεκλαμαρισμένη το ρεκλαμαρισμένο
      γενική του ρεκλαμαρισμένου της ρεκλαμαρισμένης του ρεκλαμαρισμένου
    αιτιατική τον ρεκλαμαρισμένο τη ρεκλαμαρισμένη το ρεκλαμαρισμένο
     κλητική ρεκλαμαρισμένε ρεκλαμαρισμένη ρεκλαμαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρεκλαμαρισμένοι οι ρεκλαμαρισμένες τα ρεκλαμαρισμένα
      γενική των ρεκλαμαρισμένων των ρεκλαμαρισμένων των ρεκλαμαρισμένων
    αιτιατική τους ρεκλαμαρισμένους τις ρεκλαμαρισμένες τα ρεκλαμαρισμένα
     κλητική ρεκλαμαρισμένοι ρεκλαμαρισμένες ρεκλαμαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεκλαμαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρεκλαμάρω

ρεκλαμαρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία