ρεκλαμαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεκλαμαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρεκλαμάρω
Μετοχή
επεξεργασίαρεκλαμαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ρεκλαμάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεκλαμαρισμένος
|
ρεκλαμαρισμένος, -η, -ο
|