Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραψωδικός η ραψωδική το ραψωδικό
      γενική του ραψωδικού της ραψωδικής του ραψωδικού
    αιτιατική τον ραψωδικό τη ραψωδική το ραψωδικό
     κλητική ραψωδικέ ραψωδική ραψωδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραψωδικοί οι ραψωδικές τα ραψωδικά
      γενική των ραψωδικών των ραψωδικών των ραψωδικών
    αιτιατική τους ραψωδικούς τις ραψωδικές τα ραψωδικά
     κλητική ραψωδικοί ραψωδικές ραψωδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραψωδικός < αρχαία ελληνική ῥαψῳδικός

  Επίθετο επεξεργασία

ραψωδικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία