Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ραψωδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ραψωδικ
ός
η
ραψωδικ
ή
το
ραψωδικ
ό
γενική
του
ραψωδικ
ού
της
ραψωδικ
ής
του
ραψωδικ
ού
αιτιατική
τον
ραψωδικ
ό
τη
ραψωδικ
ή
το
ραψωδικ
ό
κλητική
ραψωδικ
έ
ραψωδικ
ή
ραψωδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ραψωδικ
οί
οι
ραψωδικ
ές
τα
ραψωδικ
ά
γενική
των
ραψωδικ
ών
των
ραψωδικ
ών
των
ραψωδικ
ών
αιτιατική
τους
ραψωδικ
ούς
τις
ραψωδικ
ές
τα
ραψωδικ
ά
κλητική
ραψωδικ
οί
ραψωδικ
ές
ραψωδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ραψωδικός
<
αρχαία ελληνική
ῥαψῳδικός
Επίθετο
επεξεργασία
ραψωδικός
που έχει
σχέση
με
ραψωδία
ή
ραψωδό
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ραψωδία
,
ράβω
και
ωδή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ραψωδικός
γαλλικά
:
rapsodique
(fr)