ραχιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραχιώτικος < Ραχιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾaˈço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐χιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαραχιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ραχιώτικος
|