ραδιοσκόπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιοσκόπος < ραδιοσκοπία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραδιοσκόπος αρσενικό ή θηλυκό
- ο ακτινοσκόπος, ο ακτινολόγος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ραδιοσκοπία, ράδιο και σκοπώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιοσκόπος
|