ραδιοσκοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιοσκοπία < ραδιο- + -σκοπία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική radioscopie)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραδιοσκοπία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- ραδιοσκόπηση
- ραδιοσκοπικά
- ραδιοσκοπικός
- ραδιοσκόπος
- → δείτε τις λέξεις ράδιο και σκοπώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιοσκοπία
|