↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραδιοσήμανση οι ραδιοσημάνσεις
      γενική της ραδιοσήμανσης* των ραδιοσημάνσεων
    αιτιατική τη ραδιοσήμανση τις ραδιοσημάνσεις
     κλητική ραδιοσήμανση ραδιοσημάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ραδιοσημάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραδιοσήμανση < ραδιο- + σήμανση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική radiolabeling)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ραδιοσήμανση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία