↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ραδιοηλεκτρολόγος οι ραδιοηλεκτρολόγοι
      γενική του/της ραδιοηλεκτρολόγου των ραδιοηλεκτρολόγων
    αιτιατική τον/τη ραδιοηλεκτρολόγο τους/τις ραδιοηλεκτρολόγους
     κλητική ραδιοηλεκτρολόγε ραδιοηλεκτρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραδιοηλεκτρολόγος < ραδιο- + ηλεκτρολόγος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική radioélectricien[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ραδιοηλεκτρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ραδιοηλεκτρολόγοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)