↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραδιοδιόπτευση οι ραδιοδιοπτεύσεις
      γενική της ραδιοδιόπτευσης* των ραδιοδιοπτεύσεων
    αιτιατική τη ραδιοδιόπτευση τις ραδιοδιοπτεύσεις
     κλητική ραδιοδιόπτευση ραδιοδιοπτεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ραδιοδιοπτεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραδιοδιόπτευση < ραδιο- + διόπτευση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ραδιοδιόπτευση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία