ραδιοδιόπτευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραδιοδιόπτευση | οι | ραδιοδιοπτεύσεις |
γενική | της | ραδιοδιόπτευσης* | των | ραδιοδιοπτεύσεων |
αιτιατική | τη | ραδιοδιόπτευση | τις | ραδιοδιοπτεύσεις |
κλητική | ραδιοδιόπτευση | ραδιοδιοπτεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ραδιοδιοπτεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαραδιοδιόπτευση θηλυκό
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) τεχνική προσδιορισμού της θέσης ενός πλοίου ή αεροσκάφους με την ανίχνευση και μέτρηση της κατεύθυνσης από την οποία προέρχονται ραδιοκύματα που εκπέμπονται από συγκεκριμένες πηγές στη στεριά ή σε πλοία / αεροσκάφη γνωστών συντεταγμένων
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραδιοδιόπτευση
|