ραδιοδιόπτευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραδιοδιόπτευση | οι | ραδιοδιοπτεύσεις |
γενική | της | ραδιοδιόπτευσης* | των | ραδιοδιοπτεύσεων |
αιτιατική | τη | ραδιοδιόπτευση | τις | ραδιοδιοπτεύσεις |
κλητική | ραδιοδιόπτευση | ραδιοδιοπτεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ραδιοδιοπτεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιοδιόπτευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραδιοδιόπτευση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιοδιόπτευση
|