Δείτε επίσης: ραγιαδόπουλα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραγιαδοπούλα οι ραγιαδοπούλες
      γενική της ραγιαδοπούλας
    αιτιατική τη ραγιαδοπούλα τις ραγιαδοπούλες
     κλητική ραγιαδοπούλα ραγιαδοπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραγιαδοπούλα < ραγιαδόπουλ(ο) + ή (ραγιάς) ραδγιάδ(ες) + υποκοριστικό επίθημα -οπούλα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾa.ʝa.ðoˈpu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρα‐για‐δο‐πού‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραγιαδοπούλα θηλυκό

  1. (γενικότερα) χριστιανή κοπέλα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χριστιανοπούλα
  2. (ειδικότερα) ελληνοπούλα κατά την περίδο της τουρκοκρατίας· κατ’ επέκταση ελληνοπούλα που βρίσκεται υπό ξενικό ζυγό

  Μεταφράσεις επεξεργασία