Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόμπευση οι πομπεύσεις
      γενική της πόμπευσης* των πομπεύσεων
    αιτιατική την πόμπευση τις πομπεύσεις
     κλητική πόμπευση πομπεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πομπεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόμπευση < αρχαία ελληνική πόμπευσις[1] < πομπεύω < πομπή < πέμπω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόμπευση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πόμπευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.