πόμπευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πόμπευσῐς | αἱ | πομπεύσεις |
γενική | τῆς | πομπεύσεως | τῶν | πομπεύσεων |
δοτική | τῇ | πομπεύσει | ταῖς | πομπεύσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πόμπευσῐν | τὰς | πομπεύσεις |
κλητική ὦ! | πόμπευσῐ | πομπεύσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πομπεύσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πομπευσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πόμπευσις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπόμπευσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πόμπευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.