↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πόμπευσῐς αἱ πομπεύσεις
      γενική τῆς πομπεύσεως τῶν πομπεύσεων
      δοτική τῇ πομπεύσει ταῖς πομπεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πόμπευσῐν τὰς πομπεύσεις
     κλητική ! πόμπευσῐ πομπεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πομπεύσει
γεν-δοτ τοῖν  πομπευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πόμπευσις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόμπευσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)