πόλκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πόλκα | οι | πόλκες |
γενική | της | πόλκας | των | (πολκών) |
αιτιατική | την | πόλκα | τις | πόλκες |
κλητική | πόλκα | πόλκες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πόλκα < ιταλική polca[1] < γαλλική polka[1] < τσεχική polka[1] < půlka (μισός) < půl + -ka
- πόλκα < ιταλική polca[1] < γαλλική polka[1] < τσεχική polka[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
πόλκα θηλυκό
- (χορός) χορός με καταγωγή από την Τσεχία
- (παρωχημένο, ενδυμασία) είδος ζακέτας ή καμιζόλας
- άλλες μορφές: μπόρκα
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 πόλκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας