Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπόρκα οι μπόρκες
      γενική της μπόρκας
    αιτιατική την μπόρκα τις μπόρκες
     κλητική μπόρκα μπόρκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. μπόρκα < ιταλική borchia < λατινική buccula < bucca
  2. μπόρκα < μπόλκα < πόλκα ιταλική polca[1] < γαλλική polka[1] < τσεχική polka[1] < půlka (μισός) < půl +‎ -ka
  3. μπόρκα < μπόλκα < πόλκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπόρκα θηλυκό

  1. (παρωχημένο, ιδιωματικό) τρόπος ανδρικής κόμμωσης
  2. (παρωχημένο, ιδιωματικό, ενδυμασία) άλλη μορφή του πόλκα (είδος ζακέτας ή καμιζόλας)
  3. (παρωχημένο, χορός) άλλη μορφή του πόλκα (είδος χορού)

  Μεταφράσεις επεξεργασία