μπόρκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπόρκα | οι | μπόρκες |
γενική | της | μπόρκας | — | |
αιτιατική | την | μπόρκα | τις | μπόρκες |
κλητική | μπόρκα | μπόρκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπόρκα < ιταλική borchia < λατινική buccula < bucca
- μπόρκα < μπόλκα < πόλκα ιταλική polca[1] < γαλλική polka[1] < τσεχική polka[1] < půlka (μισός) < půl + -ka
- μπόρκα < μπόλκα < πόλκα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπόρκα θηλυκό
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) τρόπος ανδρικής κόμμωσης
- (παρωχημένο, ιδιωματικό, ενδυμασία) άλλη μορφή του πόλκα (είδος ζακέτας ή καμιζόλας)
- (παρωχημένο, χορός) άλλη μορφή του πόλκα (είδος χορού)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπόρκα
|
- ↑ 1,0 1,1 1,2 πόλκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας