Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυροπαθής η πυροπαθής το πυροπαθές
      γενική του πυροπαθούς* της πυροπαθούς του πυροπαθούς
    αιτιατική τον πυροπαθή την πυροπαθή το πυροπαθές
     κλητική πυροπαθή(ς) πυροπαθής πυροπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυροπαθείς οι πυροπαθείς τα πυροπαθή
      γενική των πυροπαθών των πυροπαθών των πυροπαθών
    αιτιατική τους πυροπαθείς τις πυροπαθείς τα πυροπαθή
     κλητική πυροπαθείς πυροπαθείς πυροπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροπαθής < πυρ + παθαίνω + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

πυροπαθής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία