πυρομαχικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπυρομαχικός, -ή, -ό, το ουδέτερο πληθυντικός πυρομαχικά, φέρεται επίσης ουσιαστικοποιημένο
- (στρατιωτικός όρος): ο σχετικός με τα πυρά μάχης
- "πυρομαχικός ανεφοδιασμός"
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρομαχικός
|