πυργοειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πυργοειδής | η | πυργοειδής | το | πυργοειδές |
γενική | του | πυργοειδούς* | της | πυργοειδούς | του | πυργοειδούς |
αιτιατική | τον | πυργοειδή | την | πυργοειδή | το | πυργοειδές |
κλητική | πυργοειδή(ς) | πυργοειδής | πυργοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πυργοειδείς | οι | πυργοειδείς | τα | πυργοειδή |
γενική | των | πυργοειδών | των | πυργοειδών | των | πυργοειδών |
αιτιατική | τους | πυργοειδείς | τις | πυργοειδείς | τα | πυργοειδή |
κλητική | πυργοειδείς | πυργοειδείς | πυργοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυργοειδής < ελληνιστική κοινή πυργοειδής < αρχαία ελληνική πύργος
Επίθετο επεξεργασία
πυργοειδής, -ής, -ές
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυργοειδής