↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυργιώτικος η πυργιώτικη το πυργιώτικο
      γενική του πυργιώτικου της πυργιώτικης του πυργιώτικου
    αιτιατική τον πυργιώτικο την πυργιώτικη το πυργιώτικο
     κλητική πυργιώτικε πυργιώτικη πυργιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυργιώτικοι οι πυργιώτικες τα πυργιώτικα
      γενική των πυργιώτικων των πυργιώτικων των πυργιώτικων
    αιτιατική τους πυργιώτικους τις πυργιώτικες τα πυργιώτικα
     κλητική πυργιώτικοι πυργιώτικες πυργιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυργιώτικος < Πυργιώτ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /piɾˈʝo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυρ‐γιώ‐τι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

πυργιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με οικισμό με το όνομα Πυργί ή Πύργος ή τους κατοίκους του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία