Πυργιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /piɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πυρ‐γιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πυργιώτης αρσενικό (θηλυκό Πυργιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Πυργί ή Πύργος ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Πυργί, Πύργος
- πυργιώτικος
- Πυργιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πυργιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πυργιώτης | οι | Πυργιώτηδες |
γενική | του | Πυργιώτη* | των | Πυργιώτηδων |
αιτιατική | τον | Πυργιώτη | τους | Πυργιώτηδες |
κλητική | Πυργιώτη | Πυργιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Πυργιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Πυργιώτης < πατριδωνυμικό Πυργιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πυργιώτης αρσενικό (θηλυκό Πυργιώτη ή Πυργιώτου)