πυραυλοκινητήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυραυλοκινητήρας < πύραυλος + -ο- + κινητήρας ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rocket motor[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυραυλοκινητήρας αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυραυλοκινητήρας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πυραυλοκινητήρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)