Δείτε επίσης: Πυκιμήδης, Πυκιμήδα, Πυκιμήδη
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πυκιμηδής τὸ πυκιμηδές
      γενική τοῦ/τῆς πυκιμηδοῦς τοῦ πυκιμηδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ πυκιμηδεῖ τῷ πυκιμηδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν πυκιμηδ τὸ πυκιμηδές
     κλητική ! πυκιμηδές πυκιμηδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πυκιμηδεῖς τὰ πυκιμηδ
      γενική τῶν πυκιμηδῶν τῶν πυκιμηδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς πυκιμηδέσ(ν) τοῖς πυκιμηδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πυκιμηδεῖς τὰ πυκιμηδ
     κλητική ! πυκιμηδεῖς πυκιμηδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πυκιμηδεῖ τὼ πυκιμηδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν πυκιμηδοῖν τοῖν πυκιμηδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυκιμηδής < πύκα + μῆδος

  Επίθετο

επεξεργασία

πυκιμηδής, -ής, -ές

Άλλες μορφές

επεξεργασία