Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυαιμία οι πυαιμίες
      γενική της πυαιμίας των πυαιμιών
    αιτιατική την πυαιμία τις πυαιμίες
     κλητική πυαιμία πυαιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυαιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyhémie < αρχαία ελληνική πύον + αἷμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυαιμία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία