πτερυγισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πτερυγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πτερυγίζω
Μετοχή
επεξεργασίαπτερυγισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πτερυγίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πτερυγισμένος
|
πτερυγισμένος, -η, -ο
|