↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτερυγικός η πτερυγική το πτερυγικό
      γενική του πτερυγικού της πτερυγικής του πτερυγικού
    αιτιατική τον πτερυγικό την πτερυγική το πτερυγικό
     κλητική πτερυγικέ πτερυγική πτερυγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτερυγικοί οι πτερυγικές τα πτερυγικά
      γενική των πτερυγικών των πτερυγικών των πτερυγικών
    αιτιατική τους πτερυγικούς τις πτερυγικές τα πτερυγικά
     κλητική πτερυγικοί πτερυγικές πτερυγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτερυγικός < πτέρυγ(α) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πτερυγικός, -ή, -ό

  • σχετικός με πτέρυγα / πτερύγιο
    ※  Ο μέγιστος πτερυγικός φόρτος ορίζεται στα 250 γραμμάρια ανά τετραγωνική παλάμη (Κανονισμός Πτήσεων Αερομοντέλων, 13/01/2010 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία