πρώθηβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πρώθηβος | η | πρώθηβη | το | πρώθηβο |
γενική | του | πρώθηβου | της | πρώθηβης | του | πρώθηβου |
αιτιατική | τον | πρώθηβο | την | πρώθηβη | το | πρώθηβο |
κλητική | πρώθηβε | πρώθηβη | πρώθηβο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πρώθηβοι | οι | πρώθηβες | τα | πρώθηβα |
γενική | των | πρώθηβων | των | πρώθηβων | των | πρώθηβων |
αιτιατική | τους | πρώθηβους | τις | πρώθηβες | τα | πρώθηβα |
κλητική | πρώθηβοι | πρώθηβες | πρώθηβα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρώθηβος < αρχαία ελληνική πρώθηβος / πρωθήβης < πρῶτος + ἥβη
Επίθετο
επεξεργασίαπρώθηβος
- (αρχαιοπρεπές) που βρίσκεται στην αρχή της εφηβικής ηλικίας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρώθηβος
|