→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πρόσηβος τὸ πρόσηβον
      γενική τοῦ/τῆς προσήβου τοῦ προσήβου
      δοτική τῷ/τῇ προσήβ τῷ προσήβ
    αιτιατική τὸν/τὴν πρόσηβον τὸ πρόσηβον
     κλητική ! πρόσηβε πρόσηβον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πρόσηβοι τὰ πρόσηβ
      γενική τῶν προσήβων τῶν προσήβων
      δοτική τοῖς/ταῖς προσήβοις τοῖς προσήβοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς προσήβους τὰ πρόσηβ
     κλητική ! πρόσηβοι πρόσηβ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προσήβω τὼ προσήβω
      γεν-δοτ τοῖν προσήβοιν τοῖν προσήβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόσηβος < πρόσ- + -ηβος (< ἥβη)

  Επίθετο

επεξεργασία

πρόσηβος, -ος, -ον

  • που πλησιάζει την εφηβική ηλικία
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 4.4 @scaife.perseus
    ὡς δὲ προῆγεν αὐτὸν ὁ χρόνος σὺν τῷ μεγέθει εἰς ὥραν τοῦ πρόσηβον γενέσθαι, ἐν τούτῳ δὴ τοῖς μὲν λόγοις μανοτέροις ἐχρῆτο καὶ τῇ φωνῇ ἡσυχαιτέρᾳ, αἰδοῦς δʼ ἐνεπίμπλατο ὥστε καὶ ἐρυθραίνεσθαι ὁπότε συντυγχάνοι τοῖς πρεσβυτέροις, καὶ τὸ σκυλακῶδες τὸ πᾶσιν ὁμοίως προσπίπτειν οὐκέθʼ ὁμοίως προπετὲς εἶχεν.
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 12, 70 @scaife.perseus, @el.wikisource
    τῷ εὐδαιμονικῷ καλου μένῳ Ἀναξάρχῳ διὰ τὴν τῶν χορηγησάντων ἄγνοιαν περιπεσούσης ἐξουσίας γυμνὴ μὲν ᾠνοχόει παιδίσκη πρόσηβος ἡ προκριθεῖσα διαφέρειν ὥρᾳ τῶν ἄλλων, ἀνασύρουσα πρὸς ἀλήθειαν τὴν τῶν οὕτως αὐτῇ χρωμένων ἀκρασίαν.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ἥβη