πρόγναθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόγναθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prognathous < αρχαία ελληνική πρό + γνάθος
Επίθετο
επεξεργασίαπρόγναθος, -η, -ο
- (ιατρική) που πάσχει από προγναθισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόγναθος