↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτόμπαρκος η πρωτόμπαρκη το πρωτόμπαρκο
      γενική του πρωτόμπαρκου της πρωτόμπαρκης του πρωτόμπαρκου
    αιτιατική τον πρωτόμπαρκο την πρωτόμπαρκη το πρωτόμπαρκο
     κλητική πρωτόμπαρκε πρωτόμπαρκη πρωτόμπαρκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτόμπαρκοι οι πρωτόμπαρκες τα πρωτόμπαρκα
      γενική των πρωτόμπαρκων των πρωτόμπαρκων των πρωτόμπαρκων
    αιτιατική τους πρωτόμπαρκους τις πρωτόμπαρκες τα πρωτόμπαρκα
     κλητική πρωτόμπαρκοι πρωτόμπαρκες πρωτόμπαρκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτόμπαρκος < πρώτο + μπάρκο

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωτόμπαρκος, -η, -ο, το αρσενικό φέρεται και ως ουσιαστικοποιημένο μεταξύ ναυτικών

  • (ναυτικός όρος) χαρακτηρισμός ναυτικού στη πρώτη ναυτολόγησή του σε πλοίο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία