πρωτόμπαρκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπρωτόμπαρκος, -η, -ο, το αρσενικό φέρεται και ως ουσιαστικοποιημένο μεταξύ ναυτικών
- (ναυτικός όρος) χαρακτηρισμός ναυτικού στη πρώτη ναυτολόγησή του σε πλοίο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωτόμπαρκος
|