πρωτόμπαρκων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπρωτόμπαρκων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πρωτόμπαρκος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πρωτόμπαρκος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρωτόμπαρκος