πρωτοφαγωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτοφαγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πρωτοτρώγω
Μετοχή
επεξεργασίαπρωτοφαγωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πρωτοτρώγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοφαγωμένος
|
πρωτοφαγωμένος, -η, -ο
|