Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρωτοβαλμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρωτοβαλμέν
ος
η
πρωτοβαλμέν
η
το
πρωτοβαλμέν
ο
γενική
του
πρωτοβαλμέν
ου
της
πρωτοβαλμέν
ης
του
πρωτοβαλμέν
ου
αιτιατική
τον
πρωτοβαλμέν
ο
την
πρωτοβαλμέν
η
το
πρωτοβαλμέν
ο
κλητική
πρωτοβαλμέν
ε
πρωτοβαλμέν
η
πρωτοβαλμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρωτοβαλμέν
οι
οι
πρωτοβαλμέν
ες
τα
πρωτοβαλμέν
α
γενική
των
πρωτοβαλμέν
ων
των
πρωτοβαλμέν
ων
των
πρωτοβαλμέν
ων
αιτιατική
τους
πρωτοβαλμέν
ους
τις
πρωτοβαλμέν
ες
τα
πρωτοβαλμέν
α
κλητική
πρωτοβαλμέν
οι
πρωτοβαλμέν
ες
πρωτοβαλμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πρωτοβαλμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πρωτοβάζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
πρωτόβαλτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωτοβαλμένος