Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοβαλμένος η πρωτοβαλμένη το πρωτοβαλμένο
      γενική του πρωτοβαλμένου της πρωτοβαλμένης του πρωτοβαλμένου
    αιτιατική τον πρωτοβαλμένο την πρωτοβαλμένη το πρωτοβαλμένο
     κλητική πρωτοβαλμένε πρωτοβαλμένη πρωτοβαλμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοβαλμένοι οι πρωτοβαλμένες τα πρωτοβαλμένα
      γενική των πρωτοβαλμένων των πρωτοβαλμένων των πρωτοβαλμένων
    αιτιατική τους πρωτοβαλμένους τις πρωτοβαλμένες τα πρωτοβαλμένα
     κλητική πρωτοβαλμένοι πρωτοβαλμένες πρωτοβαλμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

πρωτοβαλμένος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία