πρωτινός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρωτινός < μεσαιωνική ελληνική πρωτινός < αρχαία ελληνική πρῶτος + -ινός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πρωτινός, -ή, -ό
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πρώτος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πρωτινός
|
![]() |
πρωτινός, -ή, -ό
|