πρωτεΐδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρωτεΐδιο | τα | πρωτεΐδια |
γενική | του | πρωτεΐδιου & πρωτεϊδίου |
των | πρωτεΐδιων & πρωτεϊδίων |
αιτιατική | το | πρωτεΐδιο | τα | πρωτεΐδια |
κλητική | πρωτεΐδιο | πρωτεΐδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτεΐδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική proteide < αρχαία ελληνική πρῶτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτεΐδιο ουδέτερο
- (βιοχημεία) πρωτεϊνικό σύμπλοκο ή ένωση που περιέχει πρωτεΐνες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πρώτος