πρωτίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρωτίδιο | τα | πρωτίδια |
γενική | του | πρωτίδιου & πρωτιδίου |
των | πρωτίδιων & πρωτιδίων |
αιτιατική | το | πρωτίδιο | τα | πρωτίδια |
κλητική | πρωτίδιο | πρωτίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική protide < αρχαία ελληνική πρῶτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτίδιο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πρώτος