Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προτιμολογημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προτιμολογημέν
ος
η
προτιμολογημέν
η
το
προτιμολογημέν
ο
γενική
του
προτιμολογημέν
ου
της
προτιμολογημέν
ης
του
προτιμολογημέν
ου
αιτιατική
τον
προτιμολογημέν
ο
την
προτιμολογημέν
η
το
προτιμολογημέν
ο
κλητική
προτιμολογημέν
ε
προτιμολογημέν
η
προτιμολογημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προτιμολογημέν
οι
οι
προτιμολογημέν
ες
τα
προτιμολογημέν
α
γενική
των
προτιμολογημέν
ων
των
προτιμολογημέν
ων
των
προτιμολογημέν
ων
αιτιατική
τους
προτιμολογημέν
ους
τις
προτιμολογημέν
ες
τα
προτιμολογημέν
α
κλητική
προτιμολογημέν
οι
προτιμολογημέν
ες
προτιμολογημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προτιμολογημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προτιμολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προτιμολογημένος